Λεξιλόγιο – Ορολογία Χρωμάτων

Αστάρι: Υπόστρωμα το οποίο προετοιμάζει την αρχική επιφάνεια για το τελικό χρώμα. Διάφορα αστάρια προσφέρουν σταθεροποίηση, πρόσφυση, αντιδιαβρωτική προστασία, γέμισμα των πόρων, κτλ.

Aκρυλικό: Συνθετικό πολυμερές (PMMA) που χρησιμοποιείται σε χιλιάδες χρήσεις αλλά και σε υψηλής αντοχής χρώματα. Η ακρυλική ρητίνη δίνει στο τελικό χρώμα αντοχή στο χρόνο και του επιτρέπει να διατηρήσει περισσότερο χρόνο την αρχική απόχρωση.

Ακρυλικό Πλαστικό: Υδατοδιαλυτό χρώμα που περιέχει ακρυλική ρητίνη ως συνδετικό υλικό. Άλλες ρητίνες μπορεί να αναμιχθούν ή να συμπολυμεριστούν με την ακρυλική ρητίνη για να μειώσουν το κόστος ή να προσθέσουν μια επιπλέον ιδιότητα. Παραδείγματα τέτοιων συμπολυμερή είναι στυρενίου, εποχικά, πολυουρεθάνης, βινυλικά (PVA, PVA-VEOVA), στυρενίου, κ.α.

Ανιλίνη (Azo dyes): (Φαινυλαμίνη, ή αμινοβενζόλιο) Η απλούστερη αρωματική αμίνη, χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολυουρεθάνης, και  παράγει άμεσα ή έμμεσα, διάφορα έγχρωμα βερνίκια και βαφές νερού. Η ανιλίνη είναι υγρό, άχρωμο, ελαιώδες, λίγο διαλυτό στο νερό και δηλητηριώδες. Βράζει στους 184° C και στερεοποιείται στους 6° C κάτω από το 0. Βρίσκεται σε μικρά ποσά στη λιθανθρακόπισσα. Η ανιλίνη χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, όπως η αντιφεβρίνη και κυρίως για την παρασκευή χρωμάτων, όπως τα αζωχρώματα (κοινώς χρώματα ανιλίνης).

Για να παρασκευαστούν τα αζωχρώματα, επιδρά νιτρώδες οξύ πάνω στην ανιλίνη. Όταν τα χρώματα ανακατευτούν με λινέλαιο, γίνονται χρώματα ζωγραφικής, σε σωληνάρια. Όταν όμως διαλυθούν σε νερό γίνονται τα χρώματα για τη βαφή των υφασμάτων. Η χρησιμοποίηση όμως των χρωμάτων ανιλίνης είναι επικίνδυνη για τους ανθρώπους, γιατί αναδίδονται ατμοί που είναι δηλητηριώδεις και προκαλούν μια αρρώστια, τον ανιλισμό.

Αρμόστοκος: Ελαστικός στόκος για πλήρωση αρμών, που βάφεται αλλά δεν τρίβεται.

Αφρόστοκος: Ελαφροβαρύς στόκος για γέμισμα μικρών αλλά και μεγάλων αρμών και οπών, που τρίβεται, βάφεται, και κυρίως δεν συρρικνώνεται και δεν “κρεμάει”.

100% Aκρυλικό Χρώμα: Υδατοδιαλυτά χρώματα τα οποία περιέχουν μόνο ακρυλική ρητίνη ώς συνδετικό υλικό. Συνήθως είναι τα χρώμα κορυφαίας ποιότητας και έχουν εξαιρετική πρόσφηση, μακροχρόνια ελαστικότητα, ικανότητα διαπνοής ατμών, αντοχή στην αλκαλικότητα του τσιμέντου, σκληρότητα, και διατήρηση της γυαλάδας και της απόχρωσης.

Aκρυλική Ρητίνη: Η ρητίνη που έχει καθηερωθεί στην κορυφαία θέση στους κατασκευαστές χρωμάτων, με ανωτερότητα στην διατήρηση της απόχρωσης, αντοχή στην αλκαλικότητα, στην διάβρωση, την κιμωλίαση, σκληρότητα, αντοχή στο τρίψιμο, πρόσφυση και συνδετική δύναμη, και συνολική αντοχή. Με γενικέυσεις, προκύπτει από τον πολυμερισμό παραγώγων του ακρυλικού οξέος, μεθακρυλικού οξέος, ακρυλονιτριλίου και άλλων συμπολυμερών.

Αντοχή: Η ικανότητα του χρώματος να αντέξει τα καταστροφικά αποτελέσματα των καιρικών συνθηκών. Η αντοχή έχει να κάνει με τις προστατευτικές ιδιότητες (πχ. αντισκωριακή προστασία, διαπνοή, κτλ) και με τις διακοσμιτικές ικανότητες (διατήρηση απόχρωσης, γυαλάδας, κτλ).

Η αντοχή της απόχρωσης είναι η ικανότητα του χρώματος να διατηρεί τη αρχική απόχρωση και να αντιστέκεται στο ξεθώριασμα.

Airless Ψέκασμός: Διεργασία κατά την οποία το χρώμα αεριοποιείται όταν πιέζεται μέσα από το μπεκ ψεκασμού υπό υψηλή πίεση. Το αποτέλεσμα συχνά επιβοηθείται με την εξάτμιση των διαλυτών, ειδικά εάν το χρώμα έχει προηγουμένως θερμανθεί.

‘Αλατα – ασπρίλες: Η παρουσίαση αλάτων συνήθως λευκών, στην επιφάνεια του χρώματος, σε επιφάνειες από τούβλο, τσιμέντο, μαρμαροκονία, γυψοσανίδα, όπου συνήθως δημιουργείται όταν τα άλατα που εκπλύονται από το τσιμέντο καθώς η υγρασία διαπερνά το οικοδομικό υλικό και βγαίνει στην επιφάνεια.

Αλκυδικά: Ρητίνες που χρησιμοποιούνται συνήθως σε μικρότερες επιφάνεις (πόρτες, παράθυρα, κιγκλιδώματα, σίδηρα, μέσα και έξω), αλλά επίσης και σε γενικής χρήσης μηχανήματα και βερνικοχρώματα θαλάσσης. Συνήθως οι αδκυδικές ρητίνες συνδυάζονται σε χρώμα που έχουν αλειφατικούς υδρογονάνθρακες (πχ. white spirit, και άλλα πετρελαικά παράγωγα τύπου νάφθας) ως διαλυτικά. Τα αλκυδικά χρώματα έχουν καλό στρώσιμο, και στεγνώνοντας σχηματίζουν μια σχετικά σκληρή επιφάνεια, αλλά τείνουν να κιτρινίζουν και με το χρόνο να χάνουν την ελαστικότητα τους και να σπάζουν. Η διατήρηση της απόχρωσης και της γυαλάδας είναι μέτρια, και παρουσιάζει προβλήματα σε εξωτερικές επιφάνειες με υγρασία. Χημικά, οι ακλυδικές είναι συνθετικές ρητίνες που σχηματίζονται με την συμπύκνωση πολυυδρικών αλκοολών με πολυβασικά οξέα και μπορεί να θεωρηθούν σύνθετοι εστέρες. Η πιο συνηθισμένη πολυυδρική αλκοόλη που χρησιμοποιείται είναι η γλυκερίνη, και τα πιό συνηθισμένο πολυβασικό οξύ είναι ο φθαλικός ανυδρίτης. Τροποποιημένα αλκυδικά είναι αυτά τα οποία το πολυβασικό οξύ αντικαθιστάται εν μέρει με ένα μονοβασικό οξύ, από τα οποία τα λιπαρά οξέα λαδιών (οπως πχ το λινελαιο).

Βελατούρα: Υπόστρωμα της ριπολίνης, σε ξύλινες επιφάνειες γεμίζουν να νερά του ξύλου και προετοιμάζουν την επιφάνεια για ενα λείο και ομοιόμορφο τελικό αποτέλεσμα. Σήμερα υπάρχουν και του νερού εκτός απο τις παραδοσιακές του διαλύτη.

Βιτουμένιο, Χρώμα: (1) Παλαιότερα, η οικογένια χρωμάτων που αποτελούνταν από φυσικά βιτουμένια διαλυμένα σε οργανικούς διαλύτες. Μπορεί να περιέχουν ή όχι χρωστικές, ανόργανα πληρωτικά και ρευστοποιητές. Είναι συνήθως μαύρα ή σκούρα στην απόχρωση. Τα τελευτέα χρόνια, ο όρος “βιτουμένια” έχει ευρήτερη χρήση και περιέχει και τα συγγενή προιόντα όπως τα ασφαλτικά (2) Χαμηλού κόστους χρώμα που περιέχει άσφαλτο, διαλυτικό και στεγντικά λάδια. Χρησιμοποιούνται στην στεγανοποίηση τσιμεντοειδών επιφανειών και στην προστασία τσιμεντοσωλήνων, οπού δεν υπάρχει πρόβλημα με τυχόν διαρροές των ασφαλτικών.

Γλυκόλη: Συνδιαλύτης, που συνδυάζεται σε υδατοδιαλυτά χρώματα (latex) για να σχηματίσουν το διαλύτη. Διάφορες γλυκόλες έχουν διαφορετικές λειτουργείες, αλλά γενικά λειτουργούν ώς αντιπηκτικά για σταθερότητα στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας (η αιθυλική γκυκόλη  – CH2OHCH2OH – είναι το βασικό συστατικό στα αντιπηκτικά). Ο γενικός τυπος είναι διυδρικές αλκοόλες – CH2OHCH2OH – με την αιθυλική γλυκόλη την πιο απλή.

Διαλυτικό: Το διαλύτικό μαζί με την ρητίνη αποτελούν την βάση του χρώματος. Το νερό, το διαλυτικό που χρησιμοποιείται στα πλαστικά χρώματα, εξατμίζεται καθώς το χρώμα στεγνώνει, δίνοντας μία λεία επιφάνεια. Το white spirit (νέφτι παλαιότερα) είναι τα διαλυτικά των λαδομπογιών ή αλκυδικών χρωμάτων.

Διαβρέκτες: Aυτά τα προσθετικά, μειώνουν την επιφανειακή τάση και βελτιώνουν την διαβροχή της επιφάνειας, βοηθάνε στην διασπορά των πιγμέντων, μειώνουν την άφρισμα, και επιβοηθούνε την δημιουργεία γαλακτώματος. Συμβατικά, κατατάσονται με το ηλεκτρικό τους φορτίο ως ανιονικά (αρνητικά), κατιονικά (θετικά) και αμφοτερικά (και θετικά και αρνητικά).

Δημιουργεία Φιλμ: Η ικανότητα του χρώματος να σχηματίσει ένα συνεχόμενο ξηρό φίλμ. Η δημιουργεία φίλμ είναι αποτέλεσμα της εξάτμισης του διαλύτη (νερού ή διαλυτικού) και την συσσωμάτωση της ρητίνης και των συμματιδίων των χρωστικώς (πιγμέντα). Το συνεχές ξηρό φίλμ είναι αδιαπέραστο από το νερό και στην περίπτωση των σιλικονούχων χρωμάτως το απωθεί.

Ελαστικότητα: Η ικανότητα του χρώματος να διαστέλεται και συστέλεται με το υπόστρώμα χωρίς να παθαίνει ρηγματώσεις ή άλλες παραμορφώσεις στην εμφάνιση. Οι συστολές-διαστολές συμβαίνουν συνήθως από την διαφορά θερμοκρασίας. Ωρισμένα υποστώματα όπως για παράδειγμα το πεύκο διαστέλεται με διαφορετικούς ρυθμούς που εξαρτόνται από τα νερά του ξύλου. Η ελαστικότητα είναι πολύ σημαντική για την συνολική αντοχή του χρώματος. Οι ακρυλικές ρητίνες φημίζονται για την ελαστικότητά τους.

Ευκολία Πλυσίματος: Η ευκολία με την οποία το πλύσιμο θα αφαιρέσει του λεκέδες από την επιφάνεια του χρώματος, χωρίς να προκαλέσει ζημιά.

Θιξοτροπικά: Παχύρευστα υγρά τα οποία κατά την ανάδευση το ιξώδες μειώνεται και συμπεριφέρονται σαν υγρά, ενώ όταν είναι στάσιμα το ιξώδες αυξάνεται και συμπεριφέρονται σαν στερεά. Θιξοτροπικά υλικά έχουν το πλεονέκτημα στην εφαρμογή με ψεκασμό ότι σε κάθετες/όρθιες επιφάνειες δεν στάζουν και δεν σχηματίζουν δάκρυα.

Ιξώδες: Η αντίσταση ενός υγρού στη ροή, υποδηλώνει πόσο παχύρευστο είναι ένα υλικό. Υγρά όπως το μέλι ή το σαμπουάν ρέουν αργά, ενώ το νερό ή η βενζίνη ρέουν γρήγορα. Το ιξώδες ενός υγρού εξαρτάται από την θερμοκρασία και γενικά μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας. Μονάδες μέτρησης είναι το cP (στους 25C: ασετόν = 0,3 cP, νερό = 0,9 cP, αίμα στους 37C = 3-4 cP, ελαιόλαδο = 81 cP, μέλι = 2.000-10.000 cP, κέτσαπ = 50.000-100.000 cP). Επίσης στη βιομχηανία χρωμάτων το ιξώδες μετριέται και σε δευτερόλεπτα σε σταθερή θερμοκρασία και προσδιορίζει τον χρόνο που απαιτείται προκειμένου να περάσουν 100 mL υγρού μέσα από το ειδικά διαμορφωμένο κύπελλο cup ford Νo 4. Για παράδειγμα όταν ένα υλικό έχει ιξώδες =23¨/25C / CF No4, εννοούμε ότι 100mL του υλικού αυτού χρειάστηκαν 23 δευτερόλεπτα στους 25C για να περάσουν μέσα από ένα κύπελλο DIN No 4.

Κόλλα: Η κοινώς υδρόχρωμα. Είναι στόκος αναμιγμένος με γλουτολίνη (κόλλα) και νερό. Χρησιμοποιείται σε εσωτερικές επιφάνειες, έχει μηδενική αντοχή στο πλύσιμο, και χαλαρή πρόσφυση. Όταν ξαναπεραστεί με περισσότερα χέρια συνήθως ξεφλουδίζει και πέφτει λόγω χαλαρής πρόσφυσης.

Κρακελάρισμα: Σπασίματα και ρωμγές στην επιφάνεια του χρώματος.

Καταλύτης: Ουσία που η παρουσία της επιταχύνει τον ρυθμό μια χημικής αντίδρασης. Σε μερικές περιπτώσεις ως καταλύτης μπορεί να λειτουργήσει μια επιφάνεια, για παράδειγμα η επιφάνεια του τιτανίου έχει φωτοκαταλυτικές ιδιότητες. Σε μερικές περιπτώσεις λειτουργεί ως επιβραδυντής ή αναστολέας.

Κιμωλίαση: Ο σχηματισμός ελαφριάς ψιλής σκόνης στην επιφάνεια του χρώματος, λόγω της διάβρωσης του φίλμ το χρώματος με τον χρόνο. Ο βαθμός της κιμωλίασης επηρεάζεται από το είδος και την ποσότητα των χρωστικών ή πληρωτικών υλικών του χρώματος, όπως και από το είδος και το ποσοστό της ρητίνης που περιέχεται.

Καλυπτικότητα: Η ικανότητα του χρώματος να καλύψει την επιφάνεια (χρώμα, λεκέδες, κτλ) στην οποία έχει εφαρμοστεί ομοιόμορφα. Η καλυπτικότητα εξαρτάται κυρίως από τις χρωστικές ουσίες.

Κενά: Ατέλειες της εφαρμογής όπου σε μερικά σημεία μένουν ακάλυπτα.

Λαδόστοκος: Φτιαχνόταν με κόλα (γλουτολίνη), λινέλαιο, στεγνωτικό, στόκο αέρος και νερό. Η χρήση του τείνει πλέον να καταργηθεί αφού έχει αντικατασταθεί με την παρετίνα. Προσφέρει ένα τέλειο αποτέλεσμα εαν εφαρμοστεί σωστά, αλλά σε περίπττωση που γίνει λάθος στην αναλογία μπορεί είτε να μην στεγνώνει και να παραμένει πάντα μαλακός, ή σε βάθος χρόνου να ξεραθεί και να σκάσει η επιφάνεια του. Η αφαίρεση παλαιών λαδόστοκων γίνεται με φλόγιστρο. Ο καθαρός λαδόστοκος φτιάχνοταν όπως ο παραπάνω δίχως την κόλα γλουτολίνη.

Λινέλαιο: Το λάδι που παράγεται από τους σπόρους τού λιναριού. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή ελαιοχρωμάτων. Είναι αργοστένγωτο και χρειάζεται τη προσθήκη στεγνωτικού για να στεγνώσει. Παλαιότερα υπήρχε σε βρασμένο και ωμό, ενώ τώρα μόνο σε ωμό.

Latex: (1) Σταθερή διασπορά πολυμερούς σε υδατικό μέσο. (2) Μικροσκοπική διασπορά ελαστικού ή ρητίνης φυσικής ή συνθετικής σε νερό. Η συνθετική γίνεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – emulsion. (Για την ακρίβεια, μετά τον πολυμερισμό το latex είναι στερεό διεσπαρμένο σε νερό, και συνεπώς δεν είναι γαλάκτωμα. Οι όροι Latex και γαλάκτωμα (emulsion) χρησιμοποιούντιαι ως συνώνυμοι στην βιομηχανία χρωμάτων.)

MDF: (Medium Density Fiberboard) Συνθετική σανίδα από πεπιεσμένες ίνες, μεσαίας πυκνότητας. Κατασκευάζετε με υπολείματα ξύλου (σκληρού ή μαλακού) σε μορφή ίνας (κοινώς πριονίδι) με ανάμιξη ρητίνης και συγκολιτικών συνθετικών κεριών κάτω από συνθήκες υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Είναι συνηθισμένο να γίνετε έκλυση ουρίας-φορμαλδευήδης για αρκετό διάστημα μετά την κατασκευή. Είναι σημαντικό να εφαρμοσθεί ένα σφραγιστικό αστάρι (sealer) το οποίο θα σφραγίσει και θα μπλοκάρει τις συγκολλιτικές ουσίες οι οποίες εάν δεν μπλοκαριστούν μπορούν να δημιουργήσουν λεκέδες και προβλήματα πρόσφυσης. Είναι επίσης σημαντικό να αφήνετε ανοικτά καινούργια ντουλάπια από MDF να αεριστούν επαρκώς ώστε να μειωθούν οι συγκεντρώσεις ουρίας-φορμαλδεύηδης σε εσωτερικούς χώρους.

Μεταμερισμός: Φαινόμενο κατά το οποίο ένα ξευγάρι χρωμάτων μοιάζει το ίδιο κάτω από μια ή περισσότερες συνθήκες, φυσικές ή τεχνιτές.

Mίνιο: Αντισκωριακό υπόστρωμα το οποίο περιέχει μόλυβδο ο οποίος λειτουργεί ως κάθοδος και προσφέρει καθοδική προστασία σε σιδηρούχες επιφάνειες. Λόγω της τοξικότητας του μολύβδου έχει περιοριστεί η χρήση του σε επαγγελματικές εφαρμογές και έχει αντικασταθεί από τον φωσφορικό ψευδάργυρο.

Mηκυτοκτόνο: Χημικά πρόσθετα που προστίθενται στο χρώμα και αποτρέπουν τον σχηματισμό μούχλας, ένα συνηθισμένο χρώμα σε χώρους με υψηλή υγρασία.

Νωπό Μέτωπο – Wet Edge : Κατά το πέρασμα του ρολού στον τοίχο, τα άκρα του ρολού αφήνουν δύο γραμμές καθώς αδειάζει το χρώμα από τον κύλινδρο στον τοίχο. Αυτές οι γραμμές ονομάζονται ματίσεις και κατά το στέγνωμα του χρώματος θα πρέπει να εξαφανιστούν. Όταν βάφουμε μεγάλες επιφάνειες είναι συχνά αναγκαίο να συνεχίσουμε από εκεί όπου είχαμε σταματήσει και έχει μείνει για αρκετή ώρα και έχει στεγνώσει. Οταν συνδέουμε την ακρη αυτή με νωπό χρώμα χωρίς να φαίνεται υπόλοιπα ή διακοπές, τότε υπάρχει νωπό μέτωπο. Κατά το πέρασμα του ρολού στον τοίχο, τα άκρα του ρολού αφήνουν δύο γραμμές καθώς αδειάζει το χρώμα από τον κύλινδρο στον τοίχο. Αυτές οι γραμμές ονομάζονται ματίσεις και κατά το στέγνωμα του χρώματος θα πρέπει να εξαφανιστούν.

Ξεθώριασμα: Θόλωμα και ξεθώριασμα στο χρώμα, το οποίο συνήθως προέρχεται από εκταταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.

Ξεφλούδισμα: Η αποκόλληση μικρών κομματιών χρώματος από το υπόστρωμα, που προέρχεται από το χάσιμο της πρόσφυσης και της ελαστικότητας.

‘Ογκος Στερεών: Ο όγκος των χρωστικών συν της ρητίνης εκφρασμένος σαν ποσοστό επί του συνολικού όγκου. Υψηλός όγκος στερεών σημαίνει πιο παχύ στρώμα χρώματος, καλύτερη καλυπτικότητα, και υψηλότηρη αντοχή. Αντίθετα χαμηλός, σημαίνει υπερβολική αραίωση και συνεπώς χαμηλότερες γενικά επιδόσεις.

Πίσσα: Μάυρη ουσία από πετρελαικά παράγωγα. Χρησιμοποιείται για μόνωση και έχει μικρές αντοχές σε περίπτωση που εκτείθεται στην ηλιακή ακτινοβολία.

Παρετίνα: Η παρετίνα είναι στόκος σπατουλαρίσματος με τσιμεντοειδή και άλλες πρόσμικτες ρητίνες που έχει πλέον αντικαταστήσει τον λαδόστοκο. Έχει πάρει το όνομα της από την Παρετίνα της ΜΠΑΛΕΞ, την πρώτη εταιρία που λανσάρισε το προιόν στην αγορά, και σημερα χρησιμοποιείται ως όρος. Στα ιταλικά pareti είναι οι τοίχοι.

Πληρωτικά (Extenders): Πιο οικονομικά συστατικά σε σχέση με το διοξείδιο του τιτανίου που γεμίζει και επεκτείνει τις ικανότητες των χρωστικών. Τα πληρωτικά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς χρωστικές. Μερικά συνηθισμένα πληρωτικά είναι η καολίνη (πυλός), ο στόκος, και η σίλικα.

Πολυουρεθάνη: Ρητίνη η οποία συνδυάζει ελαστικότητα και αντοχή και συνίσταται σε εξωτερικές εφαρμογές που υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις αντοχής.

Πλαστικό Χρώμα – Latex : Υδατοδιαλυτο χρώμα με συνθετικές ρητίνες όπως πολυβυνιλικές (PVA) ή ακρυλικές. Σε αντίθεση με τις λαδομπογιές, τα πλαστικά στεγνώνουν γρήγορα και καθαρίζονται εύκολα με νερό. Τα πλαστικά υψηλής ποιότητας περιέχουν 100 % ακρυλικές ρητίνες. Στην χώρα μας τα πλαστικά έχουν ταυτιστεί κυρίως με τις βυνιλικές ρητίνες.

Πρώτη Ύλη: Βλέπε ρητίνη

Πολυμερές: Ρητίνη που παράγεται από πετροχημικές πρώτες ύλες. Τα σωματίδια είναι μικροσκοπικά όταν βρίσκονται σε υδατική διασπορά, σε διάλυμα που είναι γνωστό ώς γαλάκτωμα – emulsion.

Πιγμέντα: Βλέπε χρωστικές

ΠΟΕ (Πτητικές Οργανικές Ενώσεις): Κάθε χημική ένωση του άνθρακα που εξατμίξεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Με μικρές εξαιρέσεις όλοι οι διαλύτες στο χρώμα εκτός του νερού είναι ΠΟΕ. Κοινοτικές οδηγίες θέτουν περιορισμούς στα ανώτερα επίπεδα πτητικών οργανικών που υπάρχουν στο χρώμα εξαιτίας ανησυχίας που υπάρχει για την επίπτωσή τους στο περιβάλλον και την δημόσια υγεία.

Πρόσφηση: Η ικανότητα του χρώματος να παραμένει στην επιφάνεια χωρίς να σκασίματα, φουσκάλες ή ξεφλουδίσματα. Η πρόσφυση είναι ίσως η πιό σημαντική από τις ιδιοτητες του χρώματος. Ή υγρή πρόσφυση η ικανότητα του στεγνωμένου φίλμ χρώματος να παραμένει κολλημένο στην επιφάνεια κάτω από υγρές συνθήκες, είναι ιδαιέτερα σημαντικές σε εξωτερικά χρώματα.

Πιτσίλισμα: Σταγόνες χρώματος που ξεφεύγουν καθώς γυρίζει το ρολό και εφαρμόζει το χρώμα.

Πυράντοχα Χρώματα: Πυράντοχα ή πυρίμαχα χρώματα και επιχρίσματα, τα οποία με την θέρμανση γίνονται πλαστικά και δημιουργούν αέρια μη αναφλέξιμα, όπως το διοξείδιο του άνθρακα και η αμμωνία. Τα αέρια που δημιουργούνται εγκλωβίζονται από το φιλμ το χρώματος και το μεταμορφώνουν σε ένα φιλμ με αφρώδη μορφή με περίπου πενήντα φορές μεγαλύτερο πάχος από το αρχικό φίλμ του χρώματος. Στο σημείο αυτό, το φίλμ στερεοποιείται και έτσι προστατεύεται το υπόστρωμα αποτελεσματικά από την φωτιά.

PVA (Polyvinyl Acetate): Άχρωμο, θερμοπλαστικό, υδατοδιαλυτό, ρητινούχο πολυμερές που παράγεται από τον πολυμερισμό του vinyl acetate με καταλύτη; χρησιμοποιείται ως ρητίνη σε υδατοδιαλυτά πλαστικά κυρίως συνήθως γενικής χρήσης και οικονομικά.

PVC (Pigment Volume Concentration): Ο λόγος του όγκου της χρωστικής με τον συνολικό όγκο μη πτητικών συστατικών (δηλαδή της χρωστικής και της ρητίνης) που υπάρχουν στο χρώμα. Συνήθως εκφράζεται ώς ποσοστό.

Ρητίνη ή Πρώτη Ύλη: (1) Γενικός όρος που εφαρμόζεται ευρέως για μία μεγάλη ποικίλια ως επι το πλείστον διαφανών ή ημιδιαφανών και συγκολητικών προιόντων, που μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά. Μπορεί να διαφέρουν κατά πολύ από στο χρώμα. Συνθετικές ρητίνες μεγάλου μοριακού βάρους αναφέρονται ως πολυμερή. (2) Σε ευρεία έννοια, ο όρος χρησιμοποιείται για κάθε πολυμερές που είναι βασικό συστατικό χρωμάτων και επιχρισμάτων.

Ρητίνη: Η ρητίνη συνδέει και συσσωματώνει τα σωματίδια των χρωστικών σε ένα ομοιόμορφο φίλμ και επίσης προσκολλά το χρώμα στην αρχική επιφάνεια. Το είδος και η ποσότητα της ρητίνης καθορίζουν τις περισσότερες βασικές ιδιότητες του χρώματος όπως η πρόσφυση, η διατήρηση της απόχρωσης, η κατακράτηση σκόνης, ή αντοχή στο πλύσιμο, στον ήλιο, την υγρασία, κ.α. Τα ακρυλικά πολυμερή είναι οι ρητίνες που επιλέγονται στην παραγωγή υψηλής ποιότητας πλαστικών χρωμάτων (latex).

Ριπολίνη: Οι ριπολίνες έχουν πάρει το ονομά τους από μία παλιά γαλλική μάρκα (από το 1881) τέτοιον χρώματων (Ripolin). Έγιναν ευρέως γνωστές για την χρήση των προιόντων από τους Picasso και Le Corbusier (Law of Ripolin). Οι παραδοσιακές ριπολίνες είναι αλκυδικά χρώματα διαλύτη, αλλά σήμερα διατίθενται και σε υδατοδιαλυτές με ρητίνες αλκυδικές ή ακρυλικές σε υδατική διασπορά, όπου είναι πιο φιλικές στο περιβάλλον και τον χρήστη. Οι ακρυλικές ριπολίνες νερού υπερτερούν σε σχέση με τις ακλυδικές στο ότι δεν κιτρινίζουν, έχουν ικανότητα διαπνοής, έχουν μεγαλύτερες αντοχές στις καιρικές συνθήκες αλλά οι ακλυδικές διαλύτη έχουν καλύτερο τελείωμα (σμάλτο) αλλά κιτρινίζουν με τον χρόνο. Υπάρχουν σε γυαλάδες ματ, σατινέ ή γυαλιστερές. Εφαρμόζονται σε ξύλα και μέταλλα σε εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες.

Σίλικα: Ομάδα συστατικών που χρησιμοποιούνται μαζί με το διοξείδιο του τιτανίου (η βασική χρωστική) ως πληρωτικά υλικά (extenders) στις χρωστικές. Οταν προστίθενται με μέτρο, οι σίλικες (Σιλοξανικό μαγνήσιο, σιλοξανικό αλουμίνιο, κτλ.) χρησιμεύουν να ρυθμίζουν την γυαλάδα, να βοηθάνε τό άπλωμα και συνολικά να την αντοχή σε εξωτερικές επιφάνειες.

Σέρτικο: Πολύ ψιλός λαδόστοκος. Το δεύτερο τελικό χέρι μετά το “λαδερό”. Το φτιάχνει ο μπογιατζής με νέφτι, ή white spirit, λινέλαιο, στεγνωτικό, τσίγκο, στόκο αέρος και νερό.

Στρώσιμο: Η ικανότητη του χρώμοτος να σχηματίζουν λεία επιφάνεια χωρίς πινελιές. Τα πλαστικά υψηλής ποιότητας έχουν ανώτερη ικανότητα στο στρώσιμο.

Σουμάρισμα: Τεχνική που εφαρμόζουν οι επαγγελματίες ελαιοχρωματιστές για τέλειο στρώσιμο. Αφού τελειώσει το κανονικό άπλωμα του χρώματος, ξαναστρώνεται μια τελευτέα φορά για να απομακρυνθούν μικροατέλειες κατά το αρχικό άπλωμα, όπως πινελιές, ρολιές, φουσκάλες, κτλ.

Σμάλτο (Enamel): (1) Τελικό στρώμα που χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να σχηματίζει λεία επιφάνεια. Αρχικά υποδήλωνε τα χρώματα με μεγάλη γυαλάδα αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε χρώματα με μεσαίες ή χαμηλότερες γυαλάδες. (2) Ουσία με σύσταση παρόμοια με το γυαλί με προσθήκη στανικού οξειδίου, SnO2, ή άλλες ενώσεις που δίνουν καλυπτικότητα στο σμάλτο.

Titanium Dioxide, Anatase (TiO2): Λευκή χρωστική με μεγάλη φωτεινότητα και καλυπτικότητα, που παρουσιάζει κιμωλίαση, έχει δραστική επιφάνεια, χρησιμοποιείται σαν βασική χρωστική σε χρώματα, ελαστικά και πλαστικά. Προέρχεται από το ορυκτό ιλμενίτη, η κοίτασμα rutile.

Titanium Dioxide, Rutile (TiO2): Λευκή χρωστική με μεγάλη φωτεινότητα και καλυπτικότητα, που δεν παρουσιάζει κιμωλίαση, χρησιμοποιείται σαν βασική χρωστική σε χρώματα, ελαστικά και πλαστικά. Προέρχεται από το ορυκτό ιλμενίτη, η κοίτασμα rutile.

Φουσκάλες: Ο σχηματισμός φουσκάλας σε σχήμα σπηλιάς, που συχνά έχουν προέλευση την υγρασία ή την υψηλή θερμοκρασία. Μπορεί επίσης να έχει προκληθεί από εγκλωβισμένο διαλύτη οπου η επιφάνεια στέγνωσε πιο γρήγορα και δεν πρόλαβε να εξατμιστεί.

Χρωστικές: Ψιλή σκόνη, φυσική ή συνθετική, οργανική ή ανόργανη, αδιάλυτη σκόνη (πούδρα) σε διασπορά, οι οποίες όταν προστεθούν σε υγρή διασπορά, δίνουν εκτός από την απόχρωση πολλές βασικές ιδιότητες του χρώματος: καλυπτικότητα, σκληρότητα, αντοχή και αντιδιαβρωτική προστασία. Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο για λευκές όσο και χρωματιστές χρωστικές. Η βασική διαφορά μεταξύ αυτών που θεωρούνται χρωστικές και αυτών που θεωρούνται βαφές είναι με βάση την διαλυτότητα. Οι χρωστικές είναι αδιάλυτες και διασπείρονται στο υγρό μέσο, ενώ οι βαφές είναι διαλυτές και σχηματίζουν διάλυμα όταν προστίθενται.

Είναι σε μορφή λεπτόκοκκης σκόνης και είναι αυτό το υλικό που δίνει την καλυπτικότητα και τον χρωματισμό του πλαστικού χρώματος. Για τα έτοιμα λευκά χρώματα ως πιγμέντο χρησιμοποιείται το τιτάνιο. Όσο περισσότερο τιτάνιο έχει το πλαστικό χρώμα τόσο μεγαλύτερη καλυπτικότητα και λευκότητα έχει το χρώμα. Σε ένα καλό πλαστικό χρώμα το τιτάνιο αποτελεί περίπου 25% – 30% της σύστασης του.

White Spirit (Διαλυτικό Πινέλου): Νάφθα πετρελαίου, κοινώς γνωστό σαν white spirit, διαλυτικό πινέλου, Stoddard solvent, αρκετοί μαστόροι το αποκαλούν ακόμα “νέφτι”. Υπάρχουν αρκετοί τύποι στην αγορά (0,1,2,3). Το τύπου 1 (CAS 64742-82-1) είναι απωθειωμένη νάφθα, με ποσοστό αρωματικών από 2-25%. Το τύπου 3 είναι νάφθα υδρογονωμένη , με ποσοστό αρωματικών μικρότερο από 2% (CAS 64742-48-9). Διαφορετικά εργοστάσια ονομάζουν είτε το τύπου 1 είτε το τύπου 3 διαλυτικό πινέλου, ή άλλα απλώς white spirit.